- προσοδιασθέντα
- προσοδιάζωreceive as incomeaor part pass neut nom/voc/acc plπροσοδιάζωreceive as incomeaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσοδιάζω — ΜΑ [πρόσοδος] μσν. παίρνω κάτι ως πρόσοδο, ως εισόδημα αρχ. 1. εφοδιάζομαι με τρόφιμα 2. (η μτχ. ουδ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσοδιασθέντα τα κέρδη … Dictionary of Greek